Αγκάλιασμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγκάλιασμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omhelzing, omhelzen, omarmen, knuffelen, knuffel, hug
Αγκάλιασμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγκάλιασμα

αγκάλιασμα ονειροκρίτης, αγκάλιασμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγκάλιασμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγιότητα στα ολλανδικά - heiligheid, de heiligheid, heiliging, heiligmaking, heilige
  • αγκάθι στα ολλανδικά - stekel, doorn, spin, prikkel, wervelkolom, Thorn, doornen, ...
  • αγκίδα στα ολλανδικά - splinter, splintergroep, splintervrij, splintergroepen, splintervrije
  • αγκαλιάζω στα ολλανδικά - knuffelen, omhelzen, omhelzing, omarmen, knuffel, cuddle
Τυχαίες λέξεις
Αγκάλιασμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: omhelzing, omhelzen, omarmen, knuffelen, knuffel, hug