Αγοράζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγοράζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanschaf, aanschaffen, overname, inkoop, afnemen, aankoop, gekochte, overnemen, koop, inkopen, aankopen, kopen, te kopen, bestellen, bestel
Αγοράζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγοράζω

αγοράζω ελληνικά, αγοράζω χρυσό, αγοράζω παλιά έπιπλα, αγοράζω παλιά, αγοράζω πωλουνται γιδια, αγοράζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγοράζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγνότητα στα ολλανδικά - kuisheid, de kuisheid, zuiverheid, chastity, kuisheid te
  • αγορά στα ολλανδικά - dirigeren, overwegen, marktplein, gekochte, inkoop, afzetgebied, afnemen, ...
  • αγορίστικός στα ολλανδικά - jongensachtig, jongensachtige, boyish, jongens-
  • αγοραστής στα ολλανδικά - afnemer, klant, koper, de koper, kopers
Τυχαίες λέξεις
Αγοράζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanschaf, aanschaffen, overname, inkoop, afnemen, aankoop, gekochte, overnemen, koop, inkopen, aankopen, kopen, te kopen, bestellen, bestel