Αλησμόνητος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αλησμόνητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gedenkwaardig, heuglijk, onvergetelijk, onvergetelijke, plezierig, een onvergetelijke
Αλησμόνητος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλησμόνητος

αλησμόνητος συνωνυμα, αλησμόνητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλησμόνητος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αληθινός στα ολλανδικά - effectief, eigenlijk, werkelijk, daadwerkelijk, reëel, feitelijk, echt, ...
  • αληθοφανής στα ολλανδικά - vermoedelijk, geloofwaardig, geloofwaardige, geloofwaardiger, geloofwaardig te, believable
  • αλκαλικός στα ολλανδικά - alkalisch, alkalische, alkaline, basische, alkalinebatterijen
  • αλκοολικός στα ολλανδικά - alcoholist, alcoholhoudend, zuiplap, alcoholicus, drinker, drankzuchtige, alcoholisch, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλησμόνητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gedenkwaardig, heuglijk, onvergetelijk, onvergetelijke, plezierig, een onvergetelijke