Αμίαντος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμίαντος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
asbest, van asbest, asbesthoudende, aan asbest
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμίαντος
αμίαντος στο σπίτι, αμίαντος ετυμολογία, αμίαντος νομοθεσία, αμίαντος κύπρος, αμίαντος σεκ, αμίαντος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμίαντος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμέριμνος στα ολλανδικά - luchthartig, luchtige, luchtig, luchthartige, lichtvoetige
- αμέσως στα ολλανδικά - meteen, aanstonds, subiet, dadelijk, zo, onmiddellijk, direct, ...
- αμαθής στα ολλανδικά - ongeletterd, onontwikkeld, onkundig, ongeleerd, ongeleerde, afgeleerd, ongeletterde
- αμαξάκι στα ολλανδικά - buggy, fouten, met fouten, kinderwagen
Τυχαίες λέξεις
Αμίαντος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: asbest, van asbest, asbesthoudende, aan asbest
Μεταφράσεις: asbest, van asbest, asbesthoudende, aan asbest