Αμίαντος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αμίαντος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
азбест, азбесту, асбест
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμίαντος
αμίαντος στο σπίτι, αμίαντος ετυμολογία, αμίαντος νομοθεσία, αμίαντος κύπρος, αμίαντος σεκ, αμίαντος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμίαντος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αμέριμνος στα ουκρανικά - веселий, веселе, весела, веселу
- αμέσως στα ουκρανικά - зразу, миттєво, екземпляр, негайно, відразу
- αμαθής στα ουκρανικά - необізнаний, неосвічений, недосвідчений, неграмотний, неписьменний, безграмотний, неписьменна, ...
- αμαξάκι στα ουκρανικά - кабріолет, коляска, візок, візочок, коляска-
Τυχαίες λέξεις
Αμίαντος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: азбест, азбесту, асбест
Μεταφράσεις: азбест, азбесту, асбест