Ανάθεση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανάθεση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
taak, opdracht, toewijzing, overdracht, toekenning
Ανάθεση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάθεση

ανάθεση επιμέλειας στον πατέρα, ανάθεση καθηκόντων, ανάθεση μαθημάτων, ανάθεση στην planet των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου του σεσ, ανάθεση εργασιών, ανάθεση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανάθεση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάδειξη στα ολλανδικά - toppunt, hoogtepunt, bevordering, summum, topje, openbaarheid, piek, ...
  • ανάθεμα στα ολλανδικά - anathema, banvloek, gruwel, een gruwel, van Anathema
  • ανάκαμψη στα ολλανδικά - herstel, terugwinning, terugvordering, recovery, nuttige toepassing
  • ανάκλιντρο στα ολλανδικά - divan, rustbank, canapé, bank, laag, de bank, couch
Τυχαίες λέξεις
Ανάθεση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: taak, opdracht, toewijzing, overdracht, toekenning