Ανέκδοτο στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανέκδοτο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anekdote, anecdote
Ανέκδοτο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανέκδοτο

ανέκδοτο ημέρας, ανέκδοτο με τον κυνηγό και την ομπρέλα, ανέκδοτο κοτόπουλο με ουίσκι, ανέκδοτο τοτός, ανέκδοτο - η ξανθιά και το γυφτάκι ... πολύ γέλιο, ανέκδοτο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανέκδοτο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάχωμα στα ολλανδικά - schare, stapel, tas, waterkant, hoop, bank, menigte, ...
  • ανέγερση στα ολλανδικά - constructie, bouw, inrichting, samenstelling, structuur, erectie, montage, ...
  • ανέκφραστος στα ολλανδικά - deadpan, uitgestreken, uitgestreken gezicht, effen, stalen gezicht
  • ανέμελος στα ολλανδικά - zorgeloos, onbezorgd, zorgeloze, onbezorgde, zorgeloos de
Τυχαίες λέξεις
Ανέκδοτο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: anekdote, anecdote