Αναμονή στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναμονή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwachting, verwachting, het wachten, wachten, te wachten, wacht, klaar
Αναμονή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναμονή

αναμονή συνώνυμα, αναμονή κλήσης, αναμονή ιατρικών ειδικοτήτων αθήνα, αναμονή κλήσεων οτε, αναμονή ειδικοτήτων, αναμονή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναμονή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναμιγνύω στα ολλανδικά - mengsel, wassen, temperen, mengen, mixen, vermengen, verwarren, ...
  • αναμνηστικό στα ολλανδικά - souvenir, gedenkteken, aandenken, herinnering, gedachtenis, gedenkschrift, souvenirs, ...
  • αναμφίβολος στα ολλανδικά - ontwijfelbaar, onbetwistbaar, ontwijfelbare, onbetwistbare, onbetwijfelbare
  • αναμφισβήτητα στα ολλανδικά - bepaald, zeker, ongetwijfeld, onbetwistbaar, ontegensprekelijk, onomstotelijk, ontegenzeggelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναμονή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afwachting, verwachting, het wachten, wachten, te wachten, wacht, klaar