Αναπτήρας στα ολλανδικά
Μετάφραση: αναπτήρας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aansteker, vuurmaker, aak, lichter, lichtere, lichte, lichter is
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπτήρας
αναπτήρας χατζηγιάννης στίχοι, αναπτήρας bic, αναπτήρας dupont, αναπτήρας ονειροκρίτης, αναπτήρας τελειωμένος, αναπτήρας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναπτήρας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αναποτελεσματικός στα ολλανδικά - ineffectief, ineffectieve, ondoeltreffend, niet effectief, inefficiënt
- αναπροσαρμόζομαι στα ολλανδικά - aangepaste, gecorrigeerde, bijgestelde, aangepast, ingestelde
- αναπτύσσομαι στα ολλανδικά - uitbreiden, openbaren, formeren, evolueren, vormen, shapes, modellen, ...
- αναπτύσσω στα ολλανδικά - formeren, openbaren, uitbreiden, ontwikkelen, te ontwikkelen, ontwikkeling, ontwikkeling van, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναπτήρας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aansteker, vuurmaker, aak, lichter, lichtere, lichte, lichter is
Μεταφράσεις: aansteker, vuurmaker, aak, lichter, lichtere, lichte, lichter is