Αναστροφή στα ολλανδικά
Μετάφραση: αναστροφή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inversie, omkering, omkeren, omzetting
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστροφή
αναστροφή του τύπου των λευκών, αναστροφή οθόνης, αναστροφή λευκοκυτταρικού τύπου σε παιδια, αναστροφή της μήτρας, αναστροφή πώλησης, αναστροφή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναστροφή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αναστηλώνω στα ολλανδικά - optillen, telen, kweken, restaureren, verheffen, opdrijven, bouwen, ...
- αναστολή στα ολλανδικά - korting, achteruitgang, pauze, onderbreking, rust, afslag, stilte, ...
- ανασυγκρότηση στα ολλανδικά - wederopbouw, reconstructie, de wederopbouw, heropbouw, wederopbouw van
- ανασφαλής στα ολλανδικά - onzeker, onveilig, onzekere, onveilige, zit los
Τυχαίες λέξεις
Αναστροφή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inversie, omkering, omkeren, omzetting
Μεταφράσεις: inversie, omkering, omkeren, omzetting