Ανατριχιάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανατριχιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huiveren, rilling, huivering, griezelen, huiver
Ανατριχιάζω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανατριχιάζω

γιατί ανατριχιάζω, ανατριχιάζω κορκολής, ανατριχιάζω συνώνυμα, ανατριχιάζω στα αγγλικά, ανατριχιάζω in english, ανατριχιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανατριχιάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανατρέχω στα ολλανδικά - consulteren, raadplegen, terugwerkende kracht, antidateren, met terugwerkende kracht, antedateren, terugwerkende
  • ανατριχίλα στα ολλανδικά - beven, koud, trillen, bibberen, rillen, bekoelen, huiveren, ...
  • ανατροπή στα ολλανδικά - kappen, wippen, vellen, omkeren, kantelen, omvergooien, neervellen, ...
  • ανατροφή στα ολλανδικά - opvoeding, de opvoeding, opvoeding van, opvoeden, opgevoed
Τυχαίες λέξεις
Ανατριχιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: huiveren, rilling, huivering, griezelen, huiver