Ανατριχιάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανατριχιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cerda, eriçar, estremecimento, arrepio, tremor, estremecer, tremer
Ανατριχιάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανατριχιάζω

γιατί ανατριχιάζω, ανατριχιάζω κορκολής, ανατριχιάζω συνώνυμα, ανατριχιάζω στα αγγλικά, ανατριχιάζω in english, ανατριχιάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανατριχιάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανατρέχω στα πορτογαλικά - consultar, pré-datar, retroagir, antedatar, backdate, retropolar
  • ανατριχίλα στα πορτογαλικά - tiritar, frio, camisa, tremer, arrepio
  • ανατροπή στα πορτογαλικά - entornar, derribar, derrubar, revirar, derrubada, subversão, queda, ...
  • ανατροφή στα πορτογαλικά - educação, criação, formação, upbringing, de educação
Τυχαίες λέξεις
Ανατριχιάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cerda, eriçar, estremecimento, arrepio, tremor, estremecer, tremer