Αναχαιτίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναχαιτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beperken, bedwingen, behelzen, beteugelen, bevatten, betomen, inhouden, achterhouden, onthouden, weerhouden, te houden
Αναχαιτίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναχαιτίζω

αναχαιτίζω ετυμολογία, αναχαιτίζω λεξικό, αναχαιτίζω αντωνυμο, αναχαιτίζω σημασία, αναχαιτίζω βικιλεξικο, αναχαιτίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναχαιτίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναφορά στα ολλανδικά - vermelding, conto, verslag, verwijzing, vermelden, toelichting, aanhaling, ...
  • αναφωνώ στα ολλανδικά - uitroepen, roepen, exclaim, roep
  • αναχαράζω στα ολλανδικά - peinzen, anacharazo
  • αναχρονισμός στα ολλανδικά - anachronisme, anachronistisch, anachronism, anachronisme is, anachronisme zijn
Τυχαίες λέξεις
Αναχαιτίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beperken, bedwingen, behelzen, beteugelen, bevatten, betomen, inhouden, achterhouden, onthouden, weerhouden, te houden