Inhouden στα ελληνικά
Μετάφραση: inhouden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενσωματώνω, περιέχω, περιλαμβάνω, αναχαιτίζω, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inheems στα ελληνικά - ιθαγενής, οικιακός, ντόπιος, κατοικίδιος, γηγενής, μητρική, φυσική, ...
- inhoud στα ελληνικά - ευχαριστημένος, φωνή, ικανοποιημένος, όγκος, ποσότητα, ικανοποιημένο, περιεχόμενο, ...
- inhoudsregister στα ελληνικά - ευρετήριο, Μητρώο, Γραμματεία, μητρώου, Registry
- inhuldigen στα ελληνικά - επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, εγκαινιάζω, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, ...
Τυχαίες λέξεις
Inhouden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, περιέχω, περιλαμβάνω, αναχαιτίζω, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, περιέχω, περιλαμβάνω, αναχαιτίζω, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν