Beteugelen στα ελληνικά
Μετάφραση: beteugelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, χαλιναγωγώ, ανακόπτω, χαλινώνω, χαλινάρι, καρέ, αναχαιτίζω, χαλιναγώγηση, συγκράτηση, κράσπεδο, πεζοδρόμιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betekenisvol στα ελληνικά - σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
- beterschap στα ελληνικά - προοδεύω, πρόοδος, Περαστικά και γρήγορα, γρήγορα καλά
- beteuterd στα ελληνικά - αναστατώνω, ταραγμένος, αμηχανών, αμηχανία, μπερδεμένοι, μπερδεμένος, σαστισμένος
- betichten στα ελληνικά - κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
Τυχαίες λέξεις
Beteugelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, χαλιναγωγώ, ανακόπτω, χαλινώνω, χαλινάρι, καρέ, αναχαιτίζω, χαλιναγώγηση, συγκράτηση, κράσπεδο, πεζοδρόμιο
Μεταφράσεις: σταματώ, χαλιναγωγώ, ανακόπτω, χαλινώνω, χαλινάρι, καρέ, αναχαιτίζω, χαλιναγώγηση, συγκράτηση, κράσπεδο, πεζοδρόμιο