Behelzen στα ελληνικά

Μετάφραση: behelzen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπεριλαμβάνω, ενσωματώνω, αναχαιτίζω, περιέχω, περιλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν
Behelzen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beheersen στα ελληνικά - εντολή, βασιλεύω, έλεγχος, διατάζω, προστάζω, κανόνας, ιθύνω, ...
  • beheerser στα ελληνικά - αυτεξούσιος, ρίγα, ανεξάρτητος, χάρακας, αυτόνομος, ηγεμόνας, κυρίαρχος, ...
  • behendig στα ελληνικά - έξυπνος, επιδέξιος, εμπειρογνώμων, αγαθός, ειδικός, προχωρημένος, εμπειρογνώμονας, ...
  • beheren στα ελληνικά - φροντίζω, διευθύνω, μεταχειρίζομαι, έλεγχος, διοικώ, καταφέρνω, εξουσιάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Behelzen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπεριλαμβάνω, ενσωματώνω, αναχαιτίζω, περιέχω, περιλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν