Beperken στα ελληνικά

Μετάφραση: beperken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, συντομεύω, αναχαιτίζω, περιστέλλω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Beperken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bepaling στα ελληνικά - κατάσταση, ρήτρα, ορισμός, άρθρο, όρος, πάθηση, προσδιορισμός, ...
  • bepantsering στα ελληνικά - πανοπλία, θωράκιση, πανοπλίας, θωράκισης, πανοπλίες
  • beperking στα ελληνικά - περιορισμός, συστολή, περιστολή, εξαναγκασμός, φραγμός, περιορισμό, περιορισμού, ...
  • bepoederen στα ελληνικά - πασπαλίζω, πούδρα, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
Τυχαίες λέξεις
Beperken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, συντομεύω, αναχαιτίζω, περιστέλλω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας