Αναχαράζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: αναχαράζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
peinzen, anacharazo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναχαράζω
αναχαράζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναχαράζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αναφωνώ στα ολλανδικά - uitroepen, roepen, exclaim, roep
- αναχαιτίζω στα ολλανδικά - beperken, bedwingen, behelzen, beteugelen, bevatten, betomen, inhouden, ...
- αναχρονισμός στα ολλανδικά - anachronisme, anachronistisch, anachronism, anachronisme is, anachronisme zijn
- αναχρονιστικός στα ολλανδικά - anachronistisch, anachronistische, anachronisme, een anachronisme, achterhaalde
Τυχαίες λέξεις
Αναχαράζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: peinzen, anacharazo
Μεταφράσεις: peinzen, anacharazo