Αξιοσημείωτα στα ολλανδικά
Μετάφραση: αξιοσημείωτα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
merkwaardig, opmerkelijk, opvallend, opmerkelijke, aanmerkelijk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιοσημείωτα
αξιοσημείωτα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αξιοσημείωτα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αξιοπρέπεια στα ολλανδικά - zelfgevoel, zelfrespect, waardigheid, waardig, de waardigheid, waardigheid te, waardigheid van
- αξιοπρεπής στα ολλανδικά - deftig, waardig, waardige, statig, menswaardig
- αξιοσημείωτος στα ολλανδικά - beroemd, merkbaar, befaamd, gevierd, opmerkelijk, welbekend, roemruchtig, ...
- αξιωματικός στα ολλανδικά - politieagent, ambtelijk, officier, officieel, beambte, ambtenaar, officer, ...
Τυχαίες λέξεις
Αξιοσημείωτα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: merkwaardig, opmerkelijk, opvallend, opmerkelijke, aanmerkelijk
Μεταφράσεις: merkwaardig, opmerkelijk, opvallend, opmerkelijke, aanmerkelijk