Απαλλαγμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: απαλλαγμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrijstellen, ontslaan, gratis, vrij, vrije
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαλλαγμένος
απαλλαγμένος συνωνυμο, απαλλαγμένος στα αγγλικα, απαλλαγμένος από κάθε ηθική, απαλλαγμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απαλλαγμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απαλλάσσω στα ολλανδικά - afhelpen, ontslaan, absolveren, vrijstellen, bevrijden, vrijgesteld, vrijgestelde, ...
- απαλλαγή στα ολλανδικά - vrijstelling, ontheffing, uitzondering, de vrijstelling, vrijstelling van
- απαλλοτρίωση στα ολλανδικά - onteigening, de onteigening, onteigeningen
- απαλός στα ολλανδικά - zachtzinnig, liefelijk, zoel, zacht, mild, zoet, zachtmoedig, ...
Τυχαίες λέξεις
Απαλλαγμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vrijstellen, ontslaan, gratis, vrij, vrije
Μεταφράσεις: vrijstellen, ontslaan, gratis, vrij, vrije