Ontslaan στα ελληνικά

Μετάφραση: ontslaan, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυροβολώ, άφεση, απαλλαγμένος, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, απαλλάσσω, εκροή, εκπυρσοκρότηση, να απορρίψει, απορρίψει, απόρριψη, απολύσει, απολύσεως
Ontslaan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ontrollen στα ελληνικά - ακτυλίσσω, αναπτύσσω, Ξετυλίξτε, ξετυλίγονται, ξεδιπλώνουν
  • ontruimen στα ελληνικά - εκκενώνω, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
  • ontslag στα ελληνικά - κυκλοφορώ, άφεση, εκροή, απολύω, εκπυρσοκρότηση, χειραφέτηση, απόλυση, ...
  • ontslagname στα ελληνικά - παραίτηση, την παραίτηση, αποποίηση, παραίτηση από, παραίτηση του
Τυχαίες λέξεις
Ontslaan στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυροβολώ, άφεση, απαλλαγμένος, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, απαλλάσσω, εκροή, εκπυρσοκρότηση, να απορρίψει, απορρίψει, απόρριψη, απολύσει, απολύσεως