Αποποίηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontkenning, Disclaimer, Gebruiksvoorwaarden, vrijwaring, voorbehoud
Αποποίηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποποίηση

αποποίηση ανηλίκου, αποποίηση κληρονομιάς, αποποίηση διορισμού δικαστικού αντιπροσώπου, αποποίηση ευθυνών, αποποίηση ευθύνης, αποποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποποίηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποπνικτικός στα ολλανδικά - zwoel, zwoele, sultry, broeierige, wellustige
  • αποπνιχτικός στα ολλανδικά - besluiten, dichtmaken, dichtbij, sluiten, dichtdoen, naast, nabij, ...
  • αποποιούμαι στα ολλανδικά - opgeven, uitvallen, afpoeieren, afwijzing, afwijzen, weigering, onheuse bejegening
  • αποπομπή στα ολλανδικά - ontslag, uitwijzing, verdrijving, uitdrijving, verbanning, uitzetting
Τυχαίες λέξεις
Αποποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontkenning, Disclaimer, Gebruiksvoorwaarden, vrijwaring, voorbehoud