Αποποίηση στα ρωσικά
Μετάφραση: αποποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отказ, отречение, самоотречение, оговорки
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποποίηση
αποποίηση ανηλίκου, αποποίηση κληρονομιάς, αποποίηση διορισμού δικαστικού αντιπροσώπου, αποποίηση ευθυνών, αποποίηση ευθύνης, αποποίηση λεξικό γλώσσας ρωσικά, αποποίηση στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αποπνικτικός στα ρωσικά - неинтересный, старомодный, консервативный, затхлый, спертый, чванливый, сварливый, ...
- αποπνιχτικός στα ρωσικά - подавлять, тесный, облегающий, задвинуться, коротко, окружать, смыкать, ...
- αποποιούμαι στα ρωσικά - отвергать, откинуть, возражать, отбросить, отрицать, оспорить, отнекиваться, ...
- αποπομπή στα ρωσικά - освобождение, увольнение, отставка, роспуск, отрешение, высвобождение, снятие, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποποίηση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: отказ, отречение, самоотречение, оговорки
Μεταφράσεις: отказ, отречение, самоотречение, оговорки