Αποσπασματικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αποσπασματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fragmentarisch, fragmentarische, gedeeltelijk, gedeeltelijke, fragmentair
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποσπασματικός
αποσπασματικόσ συνώνυμο, αποσπασματικός αγγλικά, αποσπασματικός συνωνυμα, αποσπασματικός μετάφραση, αποσπασματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποσπασματικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αποσκευές στα ολλανδικά - bagage, Bagageopslag, de bagage, bagageruimte
- αποσμητικό στα ολλανδικά - deodorant, deo, geurbestrijdende
- αποσπώ στα ολλανδικά - passage, verstrooien, moersleutel, afleiden, afpersen, afdwingen, af te persen, ...
- αποστάτης στα ολλανδικά - afvallige, renegaat, Renegade, apostaat, rebel
Τυχαίες λέξεις
Αποσπασματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fragmentarisch, fragmentarische, gedeeltelijk, gedeeltelijke, fragmentair
Μεταφράσεις: fragmentarisch, fragmentarische, gedeeltelijk, gedeeltelijke, fragmentair