Αρκετές στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρκετές, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diverse, verscheidene, verschillende, meerdere, aantal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρκετές
αρκετές λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρκετές στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αριστοκρατικός στα ολλανδικά - opschepperig, swanky, chic, chique
- αρκετά στα ολλανδικά - erg, aanzienlijk, tamelijk, bijster, genoeg, voldoende, genoeg is, ...
- αρκετοί στα ολλανδικά - diverse, verscheidene, verschillende, meerdere, aantal
- αρκετός στα ολλανδικά - ruim, uitgestrekt, veelomvattend, geruim, aanmerkelijk, overvloedig, ordelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρκετές στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: diverse, verscheidene, verschillende, meerdere, aantal
Μεταφράσεις: diverse, verscheidene, verschillende, meerdere, aantal