Ασυνήθιστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασυνήθιστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buitengewoon, ongebruikelijk, ongewoon, ongebruikelijke, ongewone, bijzondere
Ασυνήθιστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυνήθιστος

ασυνήθιστος βασιλιάς, ασυνήθιστος συνωνυμο, ασυνήθιστος συνωνυμα, ασυνήθιστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασυνήθιστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασυνέπεια στα ολλανδικά - tegenstrijdigheid, inconsistentie, onverenigbaarheid, incoherentie, inconsequentie
  • ασυνήθιστα στα ολλανδικά - bijzonder, ongewoon, ongebruikelijk, buitengewoon, uitzonderlijk, abnormaal
  • ασυναίσθητα στα ολλανδικά - onbewust, onbewuste, bewusteloos
  • ασυναρτησίες στα ολλανδικά - brabbeltaal, koeterwaals, wartaal, onzin, gebrabbel
Τυχαίες λέξεις
Ασυνήθιστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: buitengewoon, ongebruikelijk, ongewoon, ongebruikelijke, ongewone, bijzondere