Buitengewoon στα ελληνικά

Μετάφραση: buitengewoon, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυνήθιστος, υπερβολικά, εξαιρετικά, έπακρο, στο έπακρο, σφόδρα
Buitengewoon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buiten στα ελληνικά - άλλωστε, έπαυλη, βίλα, έξω, εκεί έξω, έξω εκεί, εκεί
  • buitendien στα ελληνικά - άλλωστε, παρομοίως, και, επιπλέον, επίσης, εκτός αυτού, εκτός, ...
  • buitenkansje στα ελληνικά - τύχη, απροσδόκητο καλό, δώρο Θεού, θεόσταλτος, godsend, θεόσταλτο
  • buitenkant στα ελληνικά - περίχωρα, περιφέρεια, εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικές, εξωτερικά
Τυχαίες λέξεις
Buitengewoon στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυνήθιστος, υπερβολικά, εξαιρετικά, έπακρο, στο έπακρο, σφόδρα