Ασυνόδευτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασυνόδευτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zonder begeleiding, onvergezeld, begeleide
Ασυνόδευτος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυνόδευτος

ασυνόδευτος ανήλικος, ασυνόδευτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασυνόδευτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασυνεπής στα ολλανδικά - inconsequent, tegenstrijdig, inconsistent, inconsistente, onverenigbaar
  • ασυντρόφευτος στα ολλανδικά - verlaten, louter, enkel, bloot, kluizenaar, enig, eenzaam, ...
  • ασφάλεια στα ολλανδικά - borgstelling, verzekering, pand, veiligheid, kapotje, assurantie, condoom, ...
  • ασφάλιση στα ολλανδικά - assurantie, verzekering, verzekeringen, verzekerings-, verzekeringsmaatschappijen, verzekeringsmaatschappij
Τυχαίες λέξεις
Ασυνόδευτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zonder begeleiding, onvergezeld, begeleide