Ατομικότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ατομικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
identiteit, individualiteit, eigenheid, persoonlijkheid, de individualiteit, individueel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατομικότητα
ατομικότητα χημεία, ατομικότητα συνώνυμα, ατομικότητα φωσφόρου, ατομικότητα και συλλογικότητα, ατομικότητα θείου, ατομικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ατομικότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ατομικισμός στα ολλανδικά - individualisme, het individualisme, individualiteit, individualisering
- ατομικός στα ολλανδικά - hoofdelijk, enkeling, kerel, menselijk, knul, atomair, personage, ...
- ατονία στα ολλανδικά - zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
- ατονώ στα ολλανδικά - zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
Τυχαίες λέξεις
Ατομικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: identiteit, individualiteit, eigenheid, persoonlijkheid, de individualiteit, individueel
Μεταφράσεις: identiteit, individualiteit, eigenheid, persoonlijkheid, de individualiteit, individueel