Identiteit στα ελληνικά
Μετάφραση: identiteit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατομικότητα, ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- identiek στα ελληνικά - ολόιδιος, ίδιος, πολύ, ταυτόσημες, πανομοιότυπα, όμοια, ταυτόσημη, ...
- identificeren στα ελληνικά - ταυτίζω, αναγνωρίζω, μέρος, τοποθετώ, τόπος, εντοπισμό, προσδιορίζουν, ...
- ideologie στα ελληνικά - ιδεολογία, ιδεολογίας, την ιδεολογία, η ιδεολογία, της ιδεολογίας
- idioom στα ελληνικά - ιδίωμα, ιδιωματισμός, ιδιώματος, Λόγος, ιδίωμα που
Τυχαίες λέξεις
Identiteit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατομικότητα, ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά
Μεταφράσεις: ατομικότητα, ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά