Αφανισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αφανισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdwijning, vernietiging, annihilatie, de vernietiging, uitroeiing
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφανισμός
αφανισμός συνώνυμο, αφανισμός μελισσών, αφανισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αφανισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αφαίρεση στα ολλανδικά - verwijdering, aftrekking, aftrek, inhouding, vermindering, deductie, gevolgtrekking
- αφαιρετική στα ολλανδικά - abstract, abstracte, samenvatting, achtergrond, Kort
- αφειδής στα ολλανδικά - overvloedig, kwistig, overvloedige, profuse, hevige
- αφελής στα ολλανδικά - naïef, argeloos, ongekunsteld, naïeve, naive, naief, naïef zijn
Τυχαίες λέξεις
Αφανισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verdwijning, vernietiging, annihilatie, de vernietiging, uitroeiing
Μεταφράσεις: verdwijning, vernietiging, annihilatie, de vernietiging, uitroeiing