Αφηγητής στα ολλανδικά
Μετάφραση: αφηγητής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verteller, narrator, verhaler, de verteller, vertelster
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφηγητής
αφηγητής πρώτου βαθμού, αυτοδιηγητικός αφηγητής, ο αφηγητής, ετεροδιηγητικόσ αφηγητήσ, αφηγητής παντογνώστης, αφηγητής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αφηγητής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αφελής στα ολλανδικά - naïef, argeloos, ongekunsteld, naïeve, naive, naief, naïef zijn
- αφεντικό στα ολλανδικά - opperhoofd, gebieder, baas, hoofd, aanvoerder, patroon, chef, ...
- αφηγούμαι στα ολλανδικά - gelasten, regelen, verordenen, kroniek, aanvragen, zeggen, opgeven, ...
- αφηνιάζω στα ολλανδικά - bliksem, afgrendelen, grendelen, rampage, uitzinnigheid, tekeer, rooftocht, ...
Τυχαίες λέξεις
Αφηγητής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verteller, narrator, verhaler, de verteller, vertelster
Μεταφράσεις: verteller, narrator, verhaler, de verteller, vertelster