Βαθμολόγηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: βαθμολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
het merken, markering, merken, markeren
Βαθμολόγηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθμολόγηση

βαθμολόγηση έκθεσης 2014, βαθμολόγηση έκθεσης α λυκείου, βαθμολόγηση ecce, βαθμολόγηση κπγ, βαθμολόγηση περίληψης, βαθμολόγηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βαθμολόγηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βαθμιαίος στα ολλανδικά - geleidelijk, progressief, vooruitstrevend, progressieve, geleidelijke, progressive
  • βαθμολογώ στα ολλανδικά - gelid, rangschikken, glooiing, reeks, stand, plan, status, ...
  • βαθμός στα ολλανδικά - wenk, merken, rij, plan, mate, stadium, hoogte, ...
  • βαθουλωμένος στα ολλανδικά - holte, ledig, ingevallen, hol, gedeukt, gedeukte, ingedeukt, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαθμολόγηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: het merken, markering, merken, markeren