Βιομηχανία στα ολλανδικά
Μετάφραση: βιομηχανία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
industrie, vlijt, naarstigheid, ijver, nijverheid, bedrijfstak, de industrie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιομηχανία
βιομηχανία στην ελλάδα, βιομηχανία πλαστικών, βιομηχανία φωσφορικών λιπασμάτων, βιομηχανία pet food, βιομηχανία χαρτιού, βιομηχανία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βιομηχανία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βιολογικός στα ολλανδικά - bioloog, biologisch, biologische, de biologische, van biologische
- βιομήχανος στα ολλανδικά - industrieel, industriële, industrialist, de industrieel, industriëlen
- βιομηχανικός στα ολλανδικά - industrieel, industriële, industrie, de industriële, industrie-
- βιρτουόζος στα ολλανδικά - virtuoos, virtuoze, virtuoso, virtuose
Τυχαίες λέξεις
Βιομηχανία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: industrie, vlijt, naarstigheid, ijver, nijverheid, bedrijfstak, de industrie
Μεταφράσεις: industrie, vlijt, naarstigheid, ijver, nijverheid, bedrijfstak, de industrie