Βιομηχανία στα πολωνικά
Μετάφραση: βιομηχανία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przemysł, pracowitość, skrzętność, przemysłu, branży, przemyśle, branża
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιομηχανία
βιομηχανία στην ελλάδα, βιομηχανία πλαστικών, βιομηχανία φωσφορικών λιπασμάτων, βιομηχανία pet food, βιομηχανία χαρτιού, βιομηχανία λεξικό γλώσσας πολωνικά, βιομηχανία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- βιολογικός στα πολωνικά - biolog, biologiczny, biologiczna, biologiczne, biologicznych, biologicznej
- βιομήχανος στα πολωνικά - przemysłowiec, industrialist, przemysłowca, przemysłowcem
- βιομηχανικός στα πολωνικά - wielkoprzemysłowy, przemysłowy, przemysłowe, przemysłowych, przemysłowej, przemysłowa
- βιρτουόζος στα πολωνικά - wirtuoz, wirtuozem, wirtuoza, wirtuozowski, wirtuozowskim
Τυχαίες λέξεις
Βιομηχανία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przemysł, pracowitość, skrzętność, przemysłu, branży, przemyśle, branża
Μεταφράσεις: przemysł, pracowitość, skrzętność, przemysłu, branży, przemyśle, branża