Γραφικά στα ολλανδικά

Μετάφραση: γραφικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grafiek, aanschouwelijk, grafisch, grafische, voor grafische, een grafische
Γραφικά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γραφικά

γραφικά και οπτικοποίηση αρχές και αλγόριθμοι, γραφικά intel hd 4000, γραφικά φόντου powerpoint, γραφικά και οπτικοποίηση, γραφικά υπολογιστών, γραφικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γραφικά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γραφειοκρατία στα ολλανδικά - bureaucratie, de bureaucratie, bureaucratische, bureaucratie te, bureaucratische rompslomp
  • γραφειοκρατικός στα ολλανδικά - bureaucratisch, bureaucratische, bureaucratie, de bureaucratische
  • γραφικός στα ολλανδικά - schilderachtig, vreemdsoortig, vreemd, typisch, eigenaardig, curieus, grafisch, ...
  • γρηγοράδα στα ολλανδικά - snelheid, vlugheid, snelheid waarmee, swiftness
Τυχαίες λέξεις
Γραφικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: grafiek, aanschouwelijk, grafisch, grafische, voor grafische, een grafische