Δίκαια στα ολλανδικά

Μετάφραση: δίκαια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tamelijk, eerlijk, vrij, redelijk, relatief
Δίκαια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίκαια

δίκαια έβρου, αθήνα-δίκαια, δίκαια κούπα του πυθαγόρα, δίκαια ή δίκαιη, δίκαια του ανθρώπου, δίκαια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δίκαια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δίδακτρα στα ολλανδικά - honorarium, onderwijs, collegegeld, lessen, studiegeld
  • δίθυρος στα ολλανδικά - twee, Two, beide, van twee
  • δίκαιος στα ολλανδικά - enkel, billijk, slechts, pas, rechtvaardig, kermis, maar, ...
  • δίκη στα ολλανδικά - beproeving, probeersel, proef, rechtszaak, proces, toets, keuring, ...
Τυχαίες λέξεις
Δίκαια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tamelijk, eerlijk, vrij, redelijk, relatief