Δεξαμενή στα ολλανδικά

Μετάφραση: δεξαμενή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bak, reservoir, tank, spaarbekken, vergaarbak, de tank
Δεξαμενή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεξαμενή

δεξαμενή σκέψης, δεξαμενή πετρελαίου, δεξαμενή βασιλειάδη, δεξαμενή κολωνάκι, δεξαμενή νερού, δεξαμενή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δεξαμενή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δεντρογέρακας στα ολλανδικά - hobby, Hobby, hobbies, hobbys, belangen
  • δεξίωση στα ολλανδικά - doelstelling, baan, werken, functioneren, ambt, plaats, doel, ...
  • δεξιοτέχνης στα ολλανδικά - baas, heer, apart, directeur, meester, rector, grootmeester, ...
  • δεξιοτεχνία στα ολλανδικά - vakmanschap, ambachtelijke, afwerking, het vakmanschap, ambacht
Τυχαίες λέξεις
Δεξαμενή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bak, reservoir, tank, spaarbekken, vergaarbak, de tank