Δεόντως στα ολλανδικά

Μετάφραση: δεόντως, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behoorlijk, naar behoren, behoren, redenen, terdege
Δεόντως στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεόντως

δεόντως τι σημαινει, δεόντως συνώνυμο, τιμώ δεόντως, δεόντως λεξικο, δεόντως ορισμός, δεόντως λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δεόντως στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δευτερεύων στα ολλανδικά - bijbehorend, bijkomend, bijkomstig, secundair, secundaire, voortgezet, middelbare, ...
  • δευτερόλεπτο στα ολλανδικά - moment, ogenblik, seconde, wip, tijdstip, tel, steunen, ...
  • δεύτερον στα ολλανδικά - steunen, moment, wip, ogenblik, tijdstip, oogwenk, seconde, ...
  • δεύτερος στα ολλανδικά - ogenblik, seconde, wip, steunen, tel, moment, tijdstip, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεόντως στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: behoorlijk, naar behoren, behoren, redenen, terdege