Δημοσιογράφος στα ολλανδικά

Μετάφραση: δημοσιογράφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reporter, verslaggever, journaliste, journalist, reportergen, rapporteur
Δημοσιογράφος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δημοσιογράφος

δημοσιογράφος σημασία, δημοσιογράφος σκοτώθηκε, δημοσιογράφος mega σκοτώθηκε, δημοσιογράφος mega, δημοσιογράφος χούντα, δημοσιογράφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δημοσιογράφος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δημοσίευση στα ολλανδικά - openbaarmaking, afkondiging, uitgave, publicatie, publikatie, bekendmaking
  • δημοσιεύω στα ολλανδικά - emitteren, verlossen, lossen, tappen, bevrijden, bevrijding, afhelpen, ...
  • δημοσιογραφία στα ολλανδικά - journalistiek, de journalistiek, journalistieke, journalism, journalist
  • δημοσιοποίηση στα ολλανδικά - openbaarmaking, publicatie, afkondiging, uitgave, openbaring, onthulling, bekendmaking, ...
Τυχαίες λέξεις
Δημοσιογράφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: reporter, verslaggever, journaliste, journalist, reportergen, rapporteur