Διάρροια στα ολλανδικά
Μετάφραση: διάρροια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diarree, buikloop, diaree, van diarree
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάρροια
διάρροια τροφες, διάρροια διατροφή, διάρροια των ταξιδιωτών, διάρροια αντιμετώπιση τροφες, διάρροια και μέλι, διάρροια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διάρροια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διάρκεια στα ολλανδικά - duur, looptijd, de duur, duration, tijdsduur
- διάρρηξη στα ολλανδικά - inbraak, burglary, diefstal, inbraken, inbraak-
- διάσημος στα ολλανδικά - gerenommeerd, glorieus, welbekend, gevierd, roemruchtig, vermaard, roemvol, ...
- διάσταση στα ολλανδικά - afmeting, grootte, bestek, uitgebreidheid, attribuut, omvang, dimensie, ...
Τυχαίες λέξεις
Διάρροια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: diarree, buikloop, diaree, van diarree
Μεταφράσεις: diarree, buikloop, diaree, van diarree