Διαμέσου στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαμέσου, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gedaan, per, met, door, via, doorheen, door middel, door middel van
Διαμέσου στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμέσου

διαμέσου λεξικό, διαμέσου ή δια μέσω, υπολογισμός διαμέσου, ορισμός διαμέσου, διαμέσου στοιβάδας, διαμέσου λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαμέσου στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαμένω στα ολλανδικά - resideren, wonen, huizen, leven, te leven, woont, leeft
  • διαμέρισμα στα ολλανδικά - slap, vlak, flat, vlakte, plat, flauw, appartement, ...
  • διαμέτρημα στα ολλανδικά - kaliber, caliber, het kaliber, gehalte
  • διαμαρτυρία στα ολλανδικά - betwisten, bezwaar, tegenwerping, bestrijden, protesteren, protest, protesten, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαμέσου στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gedaan, per, met, door, via, doorheen, door middel, door middel van