Per στα ελληνικά

Μετάφραση: per, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέσα, κάθε, προς, ανά, σε, διαμέσου, εντός, για, κατά, τοις, ανα
Per στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pepermunt στα ελληνικά - μέντα, νομισματοκοπείο, μέντας, δυόσμου, η μέντα, peppermint
  • peppel στα ελληνικά - καβάκι, λεύκα, λεύκη, λεύκες, λεύκας, λεύκης
  • perceel στα ελληνικά - μοίρα, κτήριο, κλήρος, δέμα, αγροτεμάχιο, αγροτεμαχίου, πακέτο, ...
  • percent στα ελληνικά - ποσοστό, τοις εκατό
Τυχαίες λέξεις
Per στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέσα, κάθε, προς, ανά, σε, διαμέσου, εντός, για, κατά, τοις, ανα