Διαμαρτύρομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαμαρτύρομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
protesteren, betwisten, bestrijden, tegenwerping, bezwaar, protest, protesten, protest van, verzet
Διαμαρτύρομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμαρτύρομαι

διαμαρτύρομαι συνώνυμα, διαμαρτύρομαι κλιση, διαμαρτύρομαι αγγλικά, διαμαρτύρομαι στα αγγλικα, διαμαρτύρομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαμαρτύρομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρίες στα ολλανδικά - tegenwerping, protest, bestrijden, bezwaar, betwisten, protesteren, protesten, ...
  • διαμαρτυρόμενος στα ολλανδικά - protestants, Protestant, protestantse, protestante, de protestantse
  • διαμελίζω στα ολλανδικά - doorsnijden, ontleden, te ontleden, dissecteren, ontrafelen, ontleed
  • διαμετρώ στα ολλανδικά - diametraal, lijnrecht, diametrisch, haaks
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτύρομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: protesteren, betwisten, bestrijden, tegenwerping, bezwaar, protest, protesten, protest van, verzet