Bezwaar στα ελληνικά

Μετάφραση: bezwaar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχλώ, διαμαρτύρομαι, ταλαιπωρία, δυσκολία, μπελάς, δυσχέρεια, αντίρρηση, φασαρία, πρόβλημα, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίες, ένσταση, αντιρρήσεις, ενστάσεως, ένστασης
Bezwaar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezorging στα ελληνικά - άφιξη, παράδοση, χορήγηση, παρέχω, προμήθεια, παραλαβή, παροχή, ...
  • bezuinigen στα ελληνικά - διατηρώ, ανακουφίζω, αποκρούω, συντηρώ, αποταμιεύω, εκτός, ξαλαφρώνω, ...
  • bezweren στα ελληνικά - ορκίζομαι, εξορκίζω, ξορκίσει, ξορκίσουν, εξορκίσουν, εξορκίσουμε
  • bezwering στα ελληνικά - όρκος, ξόρκι, επωδή, μαγικό άσμα, εξορκισμού, επωδοί
Τυχαίες λέξεις
Bezwaar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχλώ, διαμαρτύρομαι, ταλαιπωρία, δυσκολία, μπελάς, δυσχέρεια, αντίρρηση, φασαρία, πρόβλημα, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίες, ένσταση, αντιρρήσεις, ενστάσεως, ένστασης