Διόρθωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: διόρθωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
correctie, bestraffing, straf, corrigeren, verbetering, de correctie, correctie van
Διόρθωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διόρθωση

διόρθωση συνημιτόνου φ, διόρθωση δικαστικής απόφασης, διόρθωση κειμένων, διόρθωση ληξιαρχικής πράξης γάμου, διόρθωση μυωπίας, διόρθωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διόρθωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διόδια στα ολλανδικά - tol, toll, tolheffing, tolgeld, toltarief
  • διόρθωμα στα ολλανδικά - correctie, straf, bestraffing, spotreparaties
  • διότι στα ολλανδικά - omdat, doordat, daar, aangezien, want, vanwege
  • διώρυγα στα ολλανδικά - gracht, vaart, wijk, kanaal, canal, het kanaal, de gracht
Τυχαίες λέξεις
Διόρθωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: correctie, bestraffing, straf, corrigeren, verbetering, de correctie, correctie van