Δυσωδία στα ολλανδικά

Μετάφραση: δυσωδία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stank, de stank, stankoverlast
Δυσωδία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσωδία

δυσωδία ορισμός, δυσωδία ετυμολογια, ονειροκρίτης δυσωδία, δυσωδία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δυσωδία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δυσχέρεια στα ολλανδικά - bezwaar, moeilijkheid, strubbeling, Moeilijkheidsgraad, moeilijkheden, moeite, moeilijk
  • δυσχεραίνω στα ολλανδικά - belemmert, kerstpakketten, manden, belemmert de
  • δυτικός στα ολλανδικά - westers, westelijk, western, westelijke, westerse
  • δωδεκάδα στα ολλανδικά - dozijn, twaalftal, tiental, tientallen, twaalf
Τυχαίες λέξεις
Δυσωδία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stank, de stank, stankoverlast