Εγγυώμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγγυώμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
garantie, garanderen, waarborg, beveiligen, sponsoren, waarborgen, verzekeren, zekerheid, reservering
Εγγυώμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγγυώμαι

εγγυώμαι λεξικό, εγγυώμαι εγγυάσαι εγγυάται, εγγυώμαι αγγλικα, εγγυώμαι γραμματική, εγγυώμαι κλιση, εγγυώμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγγυώμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγγραφή στα ολλανδικά - registratie, aanmelding, opname, opnemen, de opname, het opnemen
  • εγγυητής στα ολλανδικά - garant, borg, garantiegever, zekerheidssteller, waarborg
  • εγγύηση στα ολλανδικά - waarborgen, garantie, waarborg, beveiligen, zekerheid, verzekeren, garanderen, ...
  • εγγύτητα στα ολλανδικά - buurt, nabijheid, nabijheid van, de nabijheid, omgeving
Τυχαίες λέξεις
Εγγυώμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: garantie, garanderen, waarborg, beveiligen, sponsoren, waarborgen, verzekeren, zekerheid, reservering