Waarborg στα ελληνικά

Μετάφραση: waarborg, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίκρισμα, ένταλμα, εχέγγυο, κατοχυρώνω, διασφαλίζω, περιφρουρώ, εγγυώμαι, εγγύηση, εγγύησης, εγγυήσεων, εγγυήσεως, εγγυήσεις
Waarborg στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bevalligheid στα ελληνικά - ωραιότητα, κοσμιότητα, κομψότητα, ωραιότης
  • blazoen στα ελληνικά - γαλόνι, διακριτικό, οικόσημο, το οικόσημο, οικόσημου, διαφημίζω, διακοσμώ
  • houding στα ελληνικά - τοποθετώ, θέση, τόπος, διεξάγω, συμπεριφορά, φέρσιμο, μέρος, ...
  • noorden στα ελληνικά - βοράς, βοριάς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
Τυχαίες λέξεις
Waarborg στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίκρισμα, ένταλμα, εχέγγυο, κατοχυρώνω, διασφαλίζω, περιφρουρώ, εγγυώμαι, εγγύηση, εγγύησης, εγγυήσεων, εγγυήσεως, εγγυήσεις