Εγκαταλειμμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκαταλειμμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nonchalant, onachtzaam, onbeheerd, nalatig, verlaten, achtergelaten, opgegeven, steek gelaten, de steek gelaten
Εγκαταλειμμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαταλειμμένος

εγκαταλειμμένος εγκαταλελειμμένος, εγκαταλειμμένος ή εγκαταλελειμμένος, εγκαταλειμμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκαταλειμμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκατάσταση στα ολλανδικά - installatie, de installatie, montage, installeren, installatie van
  • εγκαταλείπω στα ολλανδικά - uitvallen, afstaan, prijsgeven, afleggen, overlaten, opgeven, woestijn, ...
  • εγκεφαλικό στα ολλανδικά - strelen, aanhalen, aaien, liefkozen, beroerte, slag, een beroerte, ...
  • εγκεφαλικός στα ολλανδικά - hersen-, cerebrale, cerebraal, hersen, hersenen
Τυχαίες λέξεις
Εγκαταλειμμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nonchalant, onachtzaam, onbeheerd, nalatig, verlaten, achtergelaten, opgegeven, steek gelaten, de steek gelaten